οἰκειοφώνως

οἰκειοφώνως
οἰκειόφωνος
by word of mouth
adverbial
οἰκειόφωνος
by word of mouth
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οικειόφωνος — οἰκειόφωνος, ον (Α) αυτός που μιλά με τη δική του φωνή, με το ίδιο του το στόμα. επίρρ... οἰκειοφώνως (Α) με τη δική του φωνή, με το ίδιο του το στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + φωνος (< φωνή), πρβλ. ετερό φωνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”